- αξιοσύστατος
- -η, -ο1. (για πράγματα), άξιος σύστασης, αξιοπρόσεχτος: Το βιβλίο αυτό είναι αξιοσύστατο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.